Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕ ΕΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑ

ΤΟ ΠΑΘΗΜΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΑΚΗ ΜΕ ΤΟΝ ΚΗΡΟΜΥΤΗ ΚΟΤΣΥΦΑ

Φωτογραφία από τη δωρεάν ιστοσελίδα εικόνων pixaday.


ΤΟ ΠΑΘΗΜΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΑΚΗ ΜΕ ΤΟΝ ΚΗΡΟΜΥΤΗ ΚΟΤΣΥΦΑ

(Χειμωνιάτικο παιδικό αφήγημα.)

Συμμετοχή στον πανελλήνιο διαγωνισμό παιδικού διηγήματος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών.





Το ’βλεπα εγώ αποβραδίς ότι τα θεμέλια του καιρού ήταν βουρκωμένα, η θάλασσα στην απέναντι κόστα της Αταλάντης και η στεριά είχαν ντυθεί στα γκρίζα. Έρχεται κακοκαιρία, έλεγε και ξανάλεγε η θεία Λενίτσα μονολογώντας, καθώς πότε σδάβλαγε τα καρβουνιασμένα ξύλα στο τζάκι, για να διατηρηθεί η φωτιά  και πότε πήγαινε στο παράθυρο παρακολουθώντας τις μεγάλες μπαλωματήδες του χιονιού που έπεφτε χωρίς σταματημό όλη τη νύχτα. Άρχιζε να χιονίζει γύρω στα μεσάνυκτα και καθώς έπεφτε το χιόνι αθόρυβα, μέχρι το πρωί το είχε στρώσει ως το γόνατο.

    Με το πρώτο φώς της μέρας και ενώ συνεχιζόταν ακατάπαυστα η χιονόπτωση όλα μέχρι κάτω στο κυμοθάλασσο (σπίτια, κήποι, δένδρα) ήταν μία άσπρη πινελιά καμωμένα. Μοναδική παραφωνία σ΄αυτή τη χειμωνιάτικη μονόχρωμη παλέτα ήταν ο μαύρος καπνός που έβγαινε από την καμινάδα ενός σπιτιού της παραλίας, και καθώς δεν φύσαγε καθόλου μία τεράστια στήλη του έφτανε μέχρι πάνω , στα μεσούρανα.

    -Ποιος ξέρει τι κούτσουρα θα καίει ο νοικοκύρης πρωί-πρωί, ξαναμονολόγησε η θειά Λενίτσα και επέστρεψε στην παρουστιά του τζακιού τρίβοντας και απλώνοντας τα χέρια της μπροστά από τη λαμπή των ξύλων που καιγόντουσαν τριζοβολώντας.  

     Όλα αυτά τα σούρτα φέρτα και τα μονολογήματα της γιαγιάς ξύπνησαν τν εγγονό της το Δημητράκη, που τέντωσε τα αυτιά του για να ακούσει καλύτερα.

   -Τι να κάνουμε συνέχισε η γιαγιά, χειμώνας είναι ας χιονίσει λιγάκι, ψοφάνε και τα μικρόβια, ρουφάει η γης νεράκι, να γεμίσουνε οι πηγές να τρέξουν τα ρέματα και τα ποτάμια. Πρέπει να βγω στον κήπο να τινάξω τα ξυνά, να μην τα κάψει το χιόνι, σιγομουρμούριζε.

     Ο Δημητράκης που ήταν κουκουλωμένος με τις κουβέρτες, κατάλαβε ότι κάτι γινόταν έξω από το σπίτι, θυμήθηκε και τη βραδινή κουβέντα με τη γιαγιά ότι ο καιρός το πάει προς το χιονιά και μονολόγησε με τη σειρά του.

    -Λες να χιόνισε τη νύχτα;

     Αμέσως αποφάσισε να αφήσει τη ζεστασιά του κρεβατιού και έτρεξε προς ρο παράθυρο. Ένα επιφώνημα χαράς βγήκε αυθόρμητα και η άχνα του, έτσι ζεστή , καθώς έβγαινε από τα σωθικά του, θάμπωσε το τζάμι. Το καθάρισε με την ανάστροφη του χεριού του και συνέχισε να παρακολουθεί τρίβοντας τα χέρια του. Ούτε σχολείο σήμερα, ούτε τίποτα είπε, είπε και ξανασκούπισε το τζάμι αυτή τη φορά με το μανίκι της πιζάμας του για να δει καλύτερα προς τον ουρανό.

     Τι τρελοχορός, θεέ μου δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες, εκατομμύρια  νιφάδες, περνούσαν μπροστά από το πρόσωπό του  και στοιβάζονταν, απαλά ανεβάζοντας συνεχώς το ύψος του χιονιού. Τώρα θυμήθηκε που του έλεγε η γιαγιά ότι τ’Αγιαντρέα στις 30 Νοεμβρίου, αντριεύει ο καιρός και να σήμερα παραμονές του Αγιονικόλα  τ’άσπρισε τα γένια του ο παππούλης. Αυθόρμητα έβγαλε τις πιζάμες του, φόρεσε βιαστικά τα ρούχα του και έσκυψε κάτω από το κρεβάτι να βρει τα παπούτσια του όταν τον αντιλήφθηκε  η γιαγιά.

    -Ε για πού τόβαλες, είναι πρωί ακόμη βάστα την καρδούλα σου.

     Δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς, άλλωστε η γιαγιά του το είπε με τόσο ωραίο τρόπο. Το μόνο που έκανε μέχρι που σηκώθηκε καλά  η μέρα ήταν να κάθεται στο παράθυρο και να παρακολουθεί τη χιονόπτωση που ακόμη συνεχιζόταν και τον κεντρικό δρόμο μπροστά από το σπίτι όταν φάνηκε ένας διαβάτης. Φορούσε μαύρο ναυτικό επενδύτη με σηκωμένους τους γιακάδες και μαύρο ναυτικό κασκέτο. Κράτς-κρούτς  Κράτς – κρούτς έκανε το χιόνι καθώς υποχωρούσε κάτω από τις μπότες του διαβάτη. Ήταν ο καπετάν Τάσος από την Κοκκινιά και κατευθυνόταν προς το αραξοβόλι.

    -Καλημέρα Λενίτσα  φώναξε στη γιαγιά που με ένα αρκετά μεγάλο καλάμι  ξεχιόνιζε στον κήπο τα λεμονόδενδρα.

    -Καλημέρα καπετάν Τάσο, όσο καλή μπορεί να είναι αυτή σήμερα, απάντησε η Λενίτσα.

   -Για πού το’βαλες;

    -Να πάω να ρίξω μια ματιά στη βάρκα στο αραξοβόλι. Την έχω τραβηγμένη από προχτές στην αραξιά, γιατί εκείνος ο κολλημένος ζουρνάς πάνω στο βράχο μου έβαλε έννοιες και να που βγαίνει σήμερα αληθινός είπε ο γεροκαπετάνιος και συνέχισε για την παραλία.

     -Φύλαγε τα ρούχα σου για να’χεις τα μισά, συμπλήρωσε η θειά Λενίτσα.

     -Τι είναι αυτός ο ζουρνάς γιαγιά που έλεγε ο καπετάνιος; Ρώτησε ο Δημητράκης όταν η γιαγιά μετά από κάμποση ώρα μπήκε στο σπίτι αφού τελείωσε με το ξεχιόνισμα των δέντρων.

       Εκείνα τα παλιά χρόνια απάντησε η γιαγιά οι ναυτικοί δεν είχαν όργανα, ταξίδευαν μα τα σημάδια, που δεν είναι τίποτα άλλο από παρατηρήσεις χρόνων και ερχόντουσαν από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά. Ζουρνά λένε το μεγάλο αρσενικό καλαμάρι που όταν διαισθάνεται βαρυχειμωνιά κολλάει κατακόρυφα πάνω στο βράχο και μένει ακίνητο. Καθώς φαίνεται ο καπετάνιος που είναι δεινός χταποδάς θα το είδε με το γυαλί της βάρκας και έλαβε τα μέτρα του.

    Όπως εξελίχθηκε η κακοκαιρία κατά τη διάρκεια της μέρας δεν άφησε καθόλου περιθώρια στο Δημητράκη να βγεί στο χιόνι έκανε μόνο μια μικρή βολτίτσα στην αυλή του έτσι για να ξεπιστέψει και μέχρι το σούρουπο την έβγαλε στο παράθυρο του σπιτιού. Το επόμενο πρωί δεν είχε αφήσει τίποτα ακάλυπτο, ακόμη και κάτω από τις πολύ πυκνές φυλλωσιές του σκίνου και του θήλυκα είχε περάσει κάνοντας τη ζωή των ζωντανών του βουνού και του λόγκου αφόρητη. Όλα  τα φτερωτά του ουρανού, όλα τα θεοπούλια, (τσίχλες, κοτσύφια, μπεκάτσες, ζουμπογιάννια κ.α) κόντευαν να ξεπαγιάσουν. Η μεγάλη ρεματιά στα Καναλάκια ήταν και αυτή κάτασπρη, από το μεγαλοπρεπή βράχο μέχρι απέναντι στο μονοπάτι που οδηγεί στον Αγιοθανάση το Βρωμοπόδι. Τα δέντρα , τα κλαδιά, έτσι όπως έγερναν από το βάρος του χιονιού, έμοιαζαν με τους πολυέλαιους της εκκλησίας.

    Κάπως έτσι την έβλεπε τη ρεματιά και ένας κηρομύτης κότσυφας που μόλις είχε βγει από τη φωλιά του και καθόταν μπουμπουνιασμένος σε ένα κλαδί μιας κουμαριάς.  Ένα σιγανό παγωμένο ρεύμα που ερχόταν από ψηλά, από τον Αγιογρηγόρη και τον διαπερνούσε μέχρι το κόκκαλο ταρακούνησε το κλαδί που καθόταν χειροτερεύοντας τη θέση του, οπότε αποφάσισε να πετάξει μέχρι κάτω στη ρεματιά μήπως βρει τίποτα φαγώσιμο.

   Άνοιξε με κόπο τα φτερά του ζυγιάζοντας τις δυνάμεις του, έσπρωξε το κλαδί που καθόταν, με τα πόδια του, πλανάρησε και σαν βολίδα χάθηκε στο βάθος της ρεματιάς. Η ανώμαλη προσγείωση πάνω στα κλαδιά μιας μυρτιάς και η αδυναμία των ποδιών του να σταθεί πάνω σ’ αυτά από την παγωνιά, τον έφεραν, κακήν , κακώς, στο έδαφος και όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια αυτή η αποκοτιά του να εγκαταλείψει τη φωλιά του με τέτοιο καιρό παραλίγο να του στοιχίση και τη ζωή.

      Θα κόντευε μεσημέρι όταν από το δρόμο ακούστηκαν καλέσματα.     

   -Δημητράκη, Δημητράκη, Δημητράκη.

     Σαν ελατήριο πετάχτηκε και έτρεξε στο παράθυρο. Αυτές οι πολύ γνώριμες φωνές ήταν των συμμαθητών του. Του Σπύρου και του Λυμπέριου, που ήρθαν να τον πάρουν να βγουν όλοι μαζί στο χιόνι. Τώρα πλέον δεν περίμενε να ακούσει τη συγκατάθεση της γιαγιάς, μόνο της έριξε μία λοξή ματιά, άρπαξε εκτός από τη σφεντόνα του και ένα μικρό αεροβόλο οπλάκι που του είχε φέρει ο πατέρας του από τα καράβια και βγήκε από το σπίτι. Το μόνο που πρόλαβε να του φωνάξει η γιαγιά καθώς κατέβαινε σχεδόν τρέχοντας την εξωτερική σκάλα ήταν να προσέχουν και να γυρίσουν γρήγορα.

     Δεν είχε προλάβει να τελειώσει τη φράση της η γιαγιά και οι τρείς φίλοι είχαν πάρει το μονοπάτι που οδηγεί στα Καναλάκια. Προχωρούσαν ο ένας πίσω από τον άλλο κρατώντας τις σφεντόνες τους και ο Δημητράκης όλο καμάρι το μικρό οπλάκι του. Το τοπίο ήταν ανεπανάληπτο. Ένας αόρατος γλύπτης είχα βάλει το χεράκι του με τόση μαεστρία με αποτέλεσμα το ξημέρωμα να βρει τη φύση ντυμένη στα καλά της. Όλα τα δένδρα και τα κλαριά έμοιαζαν με νυφούλες.

    Θα είχε περάσει πάνω από μια ώρα όταν κάπου εκεί στην Κρέμαση όπως τη λένε οι Λιμνιώτες, εκεί δηλαδή που πέφτουν τα νερά της παρακείμενης ρεματιάς  και γίνεται καταρράκτης, δίπλα στα απομεινάρια ενός παλιού νερόμυλου ακούστηκαν οι δυνατές συνομιλίες των τριών φίλων που επέστρεφαν στα σπίτια τους άπρακτοι,. Όση ώρα βολόδερναν στην καταχιονισμένη ρεματιά, ούτε πουλί πετούμενο δεν βρέθηκε μπροστά τους. Προσπάθησαν να ανέβουν μέχρι πάνω στον αγιοθανάση το Βρωμοπόδι μα στάθηκε αδύνατο το χιόνι σε εκείνο το σημείο είχε ξεπεράσει το ένα μέτρο και γύριζαν τώρα κατάκοποι και μουσκεμένοι.

      Ο Δημητράκης που πήγαινε τελευταίος κρατώντας το οπλάκι του καθώς περνούσε δίπλα από ένα καταχιονισμένο σκίνο του φάνηκε ότι κάτι φτερούγησε μέσα στα κλαδιά.  Έσκυψε και τι να δει. ΄Ενας κηρομύτης κότσυφας στεκόταν ακίνητος και τον κοιτούσε κατάματα. Τσάκισε αμέσως την κάνη από το οπλάκι του και έβαλε βιαστικά ένα μολύβι την έκλεισε σημάδεψε το πουλί και πάτησε την σκανδάλη. Ένας υπόκωφος θόρυβος ακούστηκε από τη συμπίεση του αέρα μέσα στην κάνη και κατέβασε το όπλο. Περίμενε να δει το πουλί να έχει πέσει από το κλαδί σκοτωμένο, όμως αυτό στεκόταν στην ίδια θέση ακίνητο και κοιτούσε με τα ολοστρόγγυλα μάτια του το Δημητράκη.

    -Τι είναι ρε Δημητράκη;  Φώναξαν οι άλλοι δύο και πήγαν τρέχοντας κοντά του.

    -Να έριξα σ΄ αυτό το πουλί και όχι μόνο δεν σκοτώθηκε αλλά παραμένει στην ίδια θέση και με παρατηρεί.

    -Που είναι; Που είναι; Για να δούμε και εμείς και έσκυψαν προς το σκίνο. Πράγματι ο κότσυφας παρέμεινε εκεί ξεπαγιασμένος αδύναμος να κουνήσει και το τελευταίο φτερό από την ουρά του. Τα στρογγυλά μάτια του πότε κοίταζαν τα παιδιά σαν τα παρακαλούσε να αναβάλουν την εκτέλεσή του και πότε την μαύρη τρύπα της κάνης του όπλου που πλησίαζε, κι αυτός αδύναμος δεν μπορούσε κάνει τίποτα για να σωθεί.

     -Δώσε μου ρε Δημητράκη να του ρίξω και εγώ μία, είπε ο Σπύρος και πήρε το όπλο από ατ χέρια του, το τσάκισε έβαλε ένα μολύβι μέσα στην κάνη, σημάδεψε και πάτησε την σκανδάλη. Ακούστηκε πάλι ο ίδιος θόρυβος από το όπλο, αλλά το πουλί παρέμενε στην ίδια θέση.

    -Δώσε μου να δοκιμάσω και εγώ ρε Σπύρο είπε ο Λυμπέριος δεν ξέρω και πολλά πράγματα από όπλα αλλά θα δοκιμάσω. Η ίδια διαδικασία, ο ίδιος θόρυβος και το πουλί παρέμενε ακίνητο στη θέση του. Τα παιδιά δεν πίστευαν στα μάτια τους μ΄αυτό που συνέβαινε. Μία αόρατη δύναμη προστάτευε το πουλί και το βλήμα δεν έβρισκε το στόχο του, οπότε αποφάσισαν να ξαναδοκιμάσουν, όταν συνέβη το απροσδόκητο. Μία μεγάλη μπάλα χιονιού ξεκόλλησε από τα πάνω κλαδιά του σκίνου και καθώς κύλησε στο εσωτερικό του παρέσυρε μαζί της και τον κότσυφα που βάζοντας όλες τις δυνάμεις του τρύπωσε και χάθηκε στα πυκνά κλαδιά του θάμνου.

    Ύστερα από αυτό τα παιδιά ξαναπήραν το δρόμο της επιστροφής χειρονομώντας για το ανεξήγητο, που έμελλε να λυθεί φτάνοντας στην εξώπορτα του σπιτιού του Δημητράκη.

   Τι είχε συμβεί;

   Για να επιβεβαιώσουν αν το οπλάκι ήταν καλό άρχισαν να ρίχνουν πάνω σε μία όρθια σωλήνα ενός φράχτη που εξείχε από το χιόνι και διαπίστωσαν ότι το μολύβι έφευγε, δεν εύρισκε όμως το στόχο του γιατί η κάνη του ήταν ελαφρώς στραβή με αποτέλεσμα να αποκλίνει  από το στόχο. Έτσι και ο φουκαριάρης ο κότσυφας τη γλίτωσε αλλά και τα παιδιά πήραν το  μάθημά τους. Πάντα θυμούνται εκείνο το παρακλητικό βλέμμα του ξεπαγιασμένου κότσυφα. Εκείνα τα μαύρα μάτια που τους κοιτούσε με  απορία και την κεχριμπαρένια κίτρινη μύτη του που ξεχώριζε σε αντίθεση με το κάτασπρο χιόνι.

    Από τότε όποτε περνάνε εκείνη τη ρεματιά και λαλούν τα κοτσύφια νομίζουν ότι ανάμεσα σ’ αυτά είναι και ο δικός τους κότσυφας που τους χαιρετά και τους ευχαριστεί που δεν τον σκότωσαν αλλά και γιατί από τότε κανείς από τους τρις φίλους δεν ξανάπιασε όπλο στα χέρια του.



                                                                             Γιάννης  Φαφούτης