Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΛΙΜΝΗ ΤΗΣ ΕΥΒΟΙΑΣ

Είναι βέβαιο ότι κάποια από τα παραμύθια της συλλογής μπορεί να τα βρει ο αναγνώστης, σε άλλες παραμυθικές συλλογές, παρόμοια, ή με κάποιες μικρές ή μεγαλύτερες παραλλαγές  που παρατηρούνται από τόπο σε τόπο. (κάτι παρόμοιο γίνεται και με τα δημοτικά μας τραγούδια.)

      Εμείς, παιδιά των πρώτων μεταπολεμικών και μετεμφυλιακών γενιών, που μεγαλώσαμε τρώγοντας το βρεγμένο και πασπαλισμένο με ζάχαρη ψωμί στα σκαλοπάτια της γειτονιάς, ή ψωμί με ντοματοπελτέ που έφτιαξε η μάνα μας στην αυλή του σπιτιού, τότε που τα βράδια καθόμαστε δίπλα στο τζάκι και «μιλούσαμε» με τις γλώσσες τις φωτιάς κι΄ακούγαμε από τις γιαγιάδες και τους παππούδες μας για τους θρύλους, τους δράκους, τις νεράιδες και τα ξωτικά μέσα από τα  παραμύθια ειλικρινά αναπολούμε  εκείνες τις εποχές της χαμένης παιδικής αθωότητας.
    Τα ήθη και τα έθιμα, οι παραδόσεις  του λαού μας κατά την ταπεινή μου άποψη είναι απαραίτητο να περάσουν στα σχολεία, όχι με την τυπική διαδικασία του μαθήματος και της βαθμολόγησης, αλλά με τη μορφή συζητήσεων. Μόνο έτσι εμπεδώνονται στην συνείδησή μας.
     Εγώ σαν καταγραφέας πρωτογενούς λαογραφικού και ιστορικού υλικού όπως συνειδητά έπραξα και με τις υπόλοιπες εργασίες μου μέχρι σήμερα, κατανοώντας πλήρως τα όριά μου, συγκέντρωσα όσα μπόρεσα από τα παραμύθια της Λίμνης, συνέταξα τα μικρά βιογραφικά των αφηγητών, πρόσθεσα και τις φωτογραφίες τους και τα παραδίδω στους ειδικότερους από εμένα για μελέτη και σχολιασμό. Ελπίζοντας μελλοντικά να γίνει ένα μικρό βιβλίο. Η καταγραφή έγινε σταδιακά από το 1980 έως και το 2011. 
     Αφηγητές ήταν οι: Αγγελής Μαραγκάκης, Πολυξένη Πλυτά, Βαγγελιώ Αργυροπαίδου, Ζωή Στογλή, Μαργαρίτα Κουκουβίνου, Μάγδα Τσούτσικα, Μαρίτσα Μαραγκάκη – Αργυροπαίδου, και Δημήτρης Μανολώπουλος,
    

Από τη συλλογή των είκοσι παραμυθιών με τον τίτλο «Καλησπέρα Πρύμα Πλώρα» δημοσιεύω σήμερα ένα παραμύθι που μου αφηγήθηκε ο συμπατριώτης μου, αείμνηστος  Αγγελής Μαραγκάκης.
  
ΜΙΚΡΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο  αείμνηστος Αγγελής  Μαραγκάκης γεννήθηκε το 1917 στο Μαρμαρά της Προποντίδος. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή σε ηλικία τεσσάρων ετών έφτασε στις 22 Οκτωβίου του 1922 οικογενειακώς στη Λίμνη. Ο πατέρας του Μιχαέλος Μαραγκάκης ήταν ναυπηγός και σαγματοποιός, τέχνη που έμαθαν και δύο από τα παιδιά του Παύλος και Γρηγόρης οι οποίοι διατήρησαν το σαγματοποιείο μέχρις τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Ο Αγγελής Μαραγκάκης διακρινόταν για την ικανότητα που είχε στην αφήγηση αλλά και στο στιγμιαίο γράψιμο στίχων τους οποίους απήγγελνε  με ένα δικό του ξεχωριστό τρόπο. Ασχολήθηκε με το εμπόριο και άνοιξε στη Λίμνη Ευβοίας εμπορικό κατάστημα που διατήρησε μέχρι την συνταξιοδότησή του. Απεβίωσε το 2002.

Αγγελής Μαραγκάκης

      
ΤΟ ΣΠΙΤΑΚΙ ΤΟ ΑΛΑΤΕΝΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΑΚΙ ΤΟ ΚΡΕΜΜΥΔΕΝΙΟ
        (Αφηγητής ο Αγγελής Μαραγκάκης)

Μια φορά και ένα καιρό ήτανε ένας γέρος και μία γριά και ζούσανε στην άκρη ενός χωριού. Το σπίτι του γέρου ήταν αλατένιο και της γριάς κρεμμυδένιο.
       Μια μέρα καθώς μαγείρευε η γριά είδε ότι της είχε τελειώσει το αλάτι και πήγε στο γέρο να τις δώσει λίγο. Κοτζάμ σπίτι αλατένιο είχε. Γείτονες ήταν και όπως λέει κι΄ η παροιμία «πρώτα θα δεις το γείτονα κι΄ύστερα τον ήλιο».
      - Χτυπάει την πόρτα και φωνάζει . Γέρο καλέ γέρο μπορείς να μου δώσεις λίγο αλατάκι που ξέμεινα να βάλω στο φαγητό μου;
     - Φύγε από εδώ παλιόγρια απάντησε ο γέρος δεν σου δίνω τίποτα.
       Έφυγε η γριά αφού δεν της έδινε και αναγκάστηκε να φάει το φαγητό ανάλατο.
       Μετά από λίγες μέρες πιάνει μία βροχή, μία δυνατή μπόρα, σωστός κατακλυσμός και έλιωσε το αλατένιο σπίτι του γέρου.
       Τι να κάνει τώρα ο γέρος, καταμουσκεμένος όπως  ήταν σκεφτόταν που να πάει. Το πιο κοντινό ήταν το σπίτι της γριάς. Με τι μούτρα όμως  να πάει που πριν λίγο καιρό είχε διώξει τη γριά.
       Μισή ντροπή δική της και μισή δική μου μονολόγησε και ξεκίνησε.
       Χτύπησε την πόρτα και φώναξε.
      -Γριά, γριά, γριούλα μου, καλή νοικουρούλα μου, άνοιξε λίγο να μπω μέσα γιατί είμαι βρεμένος μέχρι το κόκαλο.
     -Φύγε από δω παλιόγερε, εσύ δεν μου έδωσες λίγο αλατάκι που σου ζήτησα πριν λίγες μέρες και τώρα μου ζητάς βοήθεια.
       Αυτό που έκανα εγώ γριά, γριά, γριούλα μου, καλή νοικοκυρούλα μου δεν ήταν καθόλου σωστό και το έχω μετανιώσει, αλλά είσαι  καλή, φιλόξενη, κάνε μου τη χάρη να σταθώ εκεί δα δίπλα στην πόρτα να μην βρέχομαι άλλο τουλάχιστον.
       Είδε κι΄ απόειδε η γριά από τα παρακάλια του λέει.
     -Άντε  έλα και μαυροέλα και του άνοιξε την πόρτα.
     Μέσα το σπίτι ήταν ζεστό από το τζάκι που ήταν σε μια γωνιά και πάνω στη φωτιά σιγόβραζε κάποιο φαγητό.
       Αφού πέρασε κάμποση ώρα και καθώς έβλεπε τη λαμπή της φωτιάς, ο γέρος πήρε θάρρος και ξαναρώτησε τη γριά.
       -Γριά –γριά –γριίτσα μου καλή νοικυρίτσα μου μπορώ να πάω κάτσω κοντά στο τζάκι γιατί από εδώ δεν πρόκειται να στεγνώσω με τίποτα.
      -Ακου δώ παλιόγιερε απάντησε η γριά, δεν φτάνει που σε έβαλα μέσα στο σπίτι, μετά από αυτό που μούκανες τώρα μου ζητάς να πάς πιο κοντά στη φωτιά.
      -Έλα καλέ  γριά γριούλα μου καλή νοικυρούλα μου, μην γίνεσαι εσύ σαν και εμένα, εσύ είσαι καλή  γυναίκα.
       Σκέφτηκε η γριά και σε λίγο γυρνάει και του λέει.
      -Άντε παλιόγιερε έλα και μαυροέλα.
       Πέρασε πολύ ώρα και τα ρούχα του γέρου άχνιζαν από τη ζεστασιά μέχρι που στέγνωσαν. Εκείνη την ώρα ετοιμαζόταν και η γριά να καθίσει στο τραπέζι για φαγητό. Έστρωσε το τραπέζι, έκανε το σταυρό της και κάθισε για φαγητό.
       Ο γέρος έβλεπε το φαγητό έτσι που ήταν αχνιστό, ερχόταν και μια ωραία μοσκοβολιά , ώσπου δεν άντεξε και τη  ρώτησε. 
       -Καλέ γριά γριούλα μου καλή νοικοκυρούλα μου μπορώ να έρθω πιο κοντά να βάλω μια μπουκιά στο στόμα μου; Αυτή η μοσκοβολιά του φαγητού με έχει ξετρελάνει.
       Τι να κάνει η γριά άνθρωποι είμαστε, χριστιανοί βρε αδερφέ, σκέφτηκε και του είπε να κοπιάσει.
       Αφού φάγανε καλά και οι δυο ο γέρος κάθισε κοντά στο τζάκι μέχρι που σουρούπωσε ,όταν η γριά άρχισε να ετοιμάζει το κρεβάτι της να πέσει για να κοιμηθεί. Έβαλε ένα μεγάλο κούτσουρο στο τζάκι για να κρατήσει η φωτιά μέχρι το πρωί  και ξάπλωσε λέγοντας καληνύχτα στο γέρο.
       Όσο πέρναγε η ώρα η φωτιά άρχισε να λιγοστεύει και ο γέρος άρχισε να κρυώνει οπότε ρώτησε τη γριά.
     -Καλέ γριά γριά γριούλα μου καλή νοικυρούλα μου ξεπάγιασα,  μπορώ να ανέβω στην άκρη του κρεβατιού να σκεπαστώ λιγάκι με τις κουβέρτες σου.
Έλα Χριστέ και Παναγιά φώναξε θυμωμένα η γριά ακόμη και στο κρεβάτι μου δεν σε έβαλα.
      -Σαν πολλά δεν τα ζητάς παλιόγερε να σηκωθείς και να φύγεις αμέσως.
      -Μα γριά γριούλα μου γιατί γίνεσαι τόσο κακιά μια βραδιά είναι αύριο μόλις ξημερώσει ο θεός τη μέρα θα φύγω.
      -Άντε έλα και μαυροέλα παλιόγερε.
       Σηκώθηκε τότε ο γέρος πήγε στο κρεβάτι και κουκουλώθηκε κάτω από τις ζεστές κουβέρτες.
       
       Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

 Κείμενα Φωτογραφία: Γιάννης Φαφούτης