Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΥΦΑΝΤΙΚΗ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ΕΥΒΟΙΑΣ


 Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ  ΥΦΑΝΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΙΜΝΗ ΕΥΒΟΙΑΣ  
  (Πρώτη δημοσίευση)
    Με την παραδοσιακή υφαντική τέχνη  στην Ελλάδα  έχουν ασχοληθεί κατά καιρούς πολλοί καταξιωμένοι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι και λαογράφοι γι αυτό με την σημερινή ανακοίνωση δεν «κομίζω γλαύκ’ ές Αθήνας».
    Αυτό, όμως, που έχει γίνει κατορθωτό από τη μεριά  μου, είναι η συγκέντρωση στοιχείων γύρω από την τεχνική της ύφανσης των περίφημων Λιμνιώτικων κιλιμιών, τα οποία  προήλθαν από συνεντεύξεις με παλιές υφάντρες της Λίμνης,1 καθώς και το σπουδαιότερο απ΄ όλα για πρώτη φορά η διασωστική, φωτογραφική καταγραφή των παλιών σχεδίων, για μία χρονική περίοδο που ανήκει στην Νεώτερη Ελληνική Ιστορία, δηλαδή μετά την ένταξη της Εύβοιας στα όρια του νέου Ελληνικού κράτους.2
    Η ενασχόληση της Λιμνιώτισσας με τον αργαλειό και την υφαντική τέχνη, από τις μαρτυρίες  που διαθέτουμε, έχει την  αρχή της στα χρόνια της  Επανάστασης του 1821. Στα 1803 ο γάλλος Bartholdy θα γράψει για την οικοτεχνική δραστηριότητα των γυναικών της Λίμνης πάνω στους αργαλειούς και την ύφανση.3 Δύο χρόνια αργότερα, το 1805,  ο βρετανός  Henry  Raikes θα συναντήσει βιοτεχνία επεξεργασίας  μεταξιού σε υπόγειο κάποιου οικήματος κατά την περίοδο της Ρωμαιοκρατίας.4 Ενώ η  γκραβούρα του Εσθονού περιηγητή βαρώνου Otto Magnus von Stackelberg το 1810,5 που συνοδεύεται με αναλυτική επεξήγηση της εικόνας  και  μας δείχνει την Λιμνιώτικη αυλή με τον αργαλειό και τις γυναίκες που γνέθουν το μαλλί και επεξεργάζονται το βαμβάκι, συμπληρώνει τα προεπαναστατικά  γραπτά στοιχεία.
    Από αυτή την περίοδο  και μετέπειτα αναπτύχθηκε μία ντόπια βιοτεχνία παραγωγής υφαντών, που δεν στάθηκε μόνο στην οικιακή αναγκαιότητα κάθε υφάντρας αλλά ξεπέρασε τα Λιμνιώτικα όρια αφού οι Λιμνιώτες δέχονταν  παραγγελίες από τα γύρω χωριά, από άλλες πόλεις της Εύβοιας, και της Ελλάδας ακόμη, κάτι που συνεχίστηκε και τις αμέσως μετά τον πόλεμο δεκαετίες του 50 και του 60.6

1.To κείμενο  και το φωτογραφικό υλικό μετά τη δημοσίευσή του, παραδίδεται σε άλλους ειδικότερους από εμένα για περαιτέρω έρευνα και σχολιασμό.
2.Η νήσος Εύβοια μετά από πολλές περιπέτειες εντάχθηκε στα όρια του νέου Ελληνικού κράτους  με το πρωτόκολλο του Λονδίνου τον Ιανουάριο του 1830.
3.Ανθρωπολογικά και Αρχαιολογικά Χρονικά, Η Οικονομία της Εύβοιας μέσο ξένων περιηγητών 17ος αρχές 19ου αιώνα ιστορικό αγροτικής παραγωγής, σελίδα 118, Φωτεινή Σ. Παπαθανασίου
4.Βλέπε σημ: 3.
5.Περισσσότερα στοιχεία για τη ζωή και τις δραστηριότητες του Otto Magnus von Stackelberg,μπορεί να διαβάσει ο αναγνώστης στο βιβλίο Τόπος και Εικόνα χαρακτικά ξένων περιηγητών για την Ελλάδα, τόμος Ζ- 19ος αιώνας, εκδόσεις ΟΛΚΟΣ, Αθήνα,1985.Η γκραβούρα, επίσης, βρίσκεται μεταξύ  άλλων έργων του περιηγητή στη Γεννάδιο Βιβλιοθήκη, αλλά και αναρτημένη σε μεγέθυνση στον άνω όροφο του δημαρχείου της Λίμνης Ευβοίας, με πρωτοβουλία του τότε δημάρχου Γιάννη Μπλουκίδη.  
6 Δυστυχώς την περίοδο της γερμανικής κατοχής, οι Λιμνιώτες για να επιβιώσουν από την φοβερή εκείνη πείνα, αναγκάστηκαν να πουλήσουν, με την μέθοδο της ανταλλαγής των προϊόντων, κιλίμια υψηλής υφαντικής τέχνης, στα γύρω χωριά και στην απέναντι από τη Λίμνη  Βοιωτική ακτή της Αταλάντης. 
 Έτσι με το πέρασμα του χρόνου, η τέχνη πέρασε από την μάνα στην κόρη και από την γιαγιά στην εγγονή, αφού τα κορίτσια από την μικρή ηλικία των εννέα ετών, ίσα που έφταναν τα ποδαράκια τους  στις πατήθρες τα έβαζαν να μάθουν αργαλειό.
   
    Έλεγε η γιαγιά στην εγγονή:

Την ευχή μου να ’χεις, αργαλειό να μάθεις

χέρια πόδια να κουνάς, την σαΐτα να περνάς.7
  
    Μέσα σ΄ αυτά τα πλαίσια κινήθηκε η υφαντική παράδοση της Λίμνης. Σ’ αυτή την μικρή σε μέγεθος και πληθυσμό, αλλά μεγάλη σε ιστορία κωμόπολη των ναυτικών και των παραδόσεων ο αργαλειός ήταν αναπόσπαστο  σχεδόν στοιχείο σε κάθε Λιμνιώτικο σπίτι. Στην αυλή το καλοκαίρι και στο κατώι το χειμώνα η Λιμνιώτισσα υφάντρα έδινε καθημερινά τη δική της μάχη, παλεύοντας με το ξυλόχτενο και τα μιτάρια,8 με τις σαίτες και τα σχέδια, για να φτιάξει την προίκα των κοριτσιών και όλα τα αναγκαία  του σπιτικού. Και τι δεν πέρασε από τα χέρια της παλιάς Λιμνιώτισσας υφάντρας, πόσα τραγούδια δεν ταίριαξε σκυμμένη πάνω στο υφάδι, για πολλά μερόνυχτα στον αργαλειό.

                      

 

Μαλαματένιος αργαλειός και φιλτισένιο χτένι

κι’ ένα κορμί αγγελικό που κάθεται και φαίνει,
υφαίνει και βροντολογεί και σιγοτραγουδάει.9
  

    Καθώς εργάζονταν με τις ώρες στο μαγικό κήπο των χρωμάτων και των σχεδίων τραγούδησαν  κι  άλλα τραγούδια, που εμπνεύστηκαν  υφάντρες, από άλλες περιοχές της Ελλάδας  μέσα στα πλαίσια της μετακίνησης των τραγουδιών από τόπο σε τόπο.            
                    
Τιμή μεγάλη και τρανή πούν’ αργαλειός στο σπίτι,
το κάθε δόντι του χτενιού αξίζει μαργαρίτη.
Μεταξωτό είναι το πανί, μεταξωτό το χτένι,
μεταξωτή κι η κοπελιά που κάθεται και φαίνει.
7.Το τραγούδι διέσωσε η παλιά υφάντρα, αείμνηστη Ανθούλα Αποστόλου, Γαρυφάλλου.
8.Στο τέλος της εργασίας με τίτλο «ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΑΡΓΑΛΕΙΟΥ» βρίσκονται όλες οι ονομασίες των εξαρτημάτων.
9.Γιάννης Φαφούτης, Στοιχεία Λιμνιώτικης Λαογραφίας ,έκδοση Δήμου Λίμνης Ευβοίας,1992,το τραγούδι του αργαλειού, σελίδα 71.
 Τα σπουδαιότερα, εξάλλου, από τα Λιμνιώτικα υφαντά που ήταν φτιαγμένα με φαντασία και υπομονή, σήμα κατατεθέν της ντόπιας βιοτεχνίας ήταν τα περίφημα κιλίμια. Δίφυλλα, τρίφυλλα, τετράφυλλα, με ποικίλα σχέδια και παραλλαγές, βγήκαν κατά εκατοντάδες από τους Λιμνιώτικους αργαλειούς, ενισχύοντας τα νοικοκυριά και την ντόπια οικονομία. Το στέφανο το γαρυφαλλάκι, η αλυσίδα, το βυζαντινό, οι ακτίνες, το μπουμπούκι, οι μύλοι, ο κρίνος, το μωσαϊκό, οι μπάρες, η Εύβοια, τα κανατάκια, το λοξό, οι μαργαρίτες, οι καρδίες, οι ρίζες, το αστεράκι, το πεύκο, είναι μερικά από αυτά τα στοιχεία που δημιούργησε η πηγαία έμπνευση της αγνής και αυθόρμητης λαϊκής ψυχής.10
    Η γυναίκα ύφαινε γιατί έπρεπε να ετοιμάσει όλα τα απαραίτητα στην οικογένεια και εκτός από το να βγάζει αρκετό και γερό ύφασμα, καταπιανόταν και το στόλιζε με σκηνές και σχέδια,έτσι βρίσκουμε ζώα, πουλιά, φυτά, σχέδια διάφορα με παραλλαγές από υφαντό σε υφαντό, αλλά και απλά γεωμετρικά σχήματα και συνθέσεις, που μέσα τους ανιχνεύουμε αρχαιοελληνικές και βυζαντινές καταβολές. Αν  ήταν κιόλας ιδιαίτερα προικισμένη, με φαντασία και υπομονή κι΄ αν αγαπούσε την τέχνη της, η υφάντρα ένιωθε ικανοποίηση που αναγνωριζόταν και να επαινούνταν από το γύρω  κόσμο της. Από το Λιμνιώτικο αργαλειό  βγήκαν έργα υψηλής υφαντικής καλλιτεχνικής πνοής, τόσο στα σχέδια, όσο και στη διαύγεια και στην αρμονία των χρωμάτων.
    Για να σας δώσω τη διάσταση που είχε πάρει  εκείνη την εποχή  η υφαντική στη Λίμνη, αναφέρω ενδεικτικά ότι αν τα σπίτια ήταν 500 οι αργαλειοί ήταν 600, γιατί πολλά σπίτια είχαν από δύο αργαλειούς. Στον έναν ύφαιναν ψιλό πανί  (για σεντόνια, μαξιλάρια, πικεδένιες κουβέρτες, εσώρουχα κ.α ) και στον άλλο ύφαιναν σταθερά το κιλίμι.
    Τα χρώματά τους ήταν  ποικίλα  χαρούμενα και ζωηρά, σε όλες τις αποχρώσεις και τους τόνους. Τα παλιότερα υφαντά βέβαια ήταν  φτιαγμένα από φυτικές ύλες, βγαλμένες από την υπέροχη χρωματική παλέτα της φύσης.
    Αν υπολογίσουμε ότι με τις μεθόδους που μεταχειρίζονταν ο τόνος  των χρωμάτων δύσκολα ελεγχόταν από τις τεχνίτριες, θα διαπιστώσουμε πως τουλάχιστον οι πιο ανήσυχες και προικισμένες με χρωματική  ευαισθησία υφάντρες αντιμετώπιζαν με επιτυχία τις μεγάλες δυσκολίες που δημιουργούσε το χρωματικό πρόβλημα.
    Χρησιμοποίησαν βέβαια  μεθόδους που βρήκαν έτοιμες από προγενέστερους, όπως συμβαίνει σε κάθε ομαδική παραδοσιακή τέχνη. Βάζοντας ,όμως ,και τις δικές τους τεχνικές κατόρθωσαν έχοντας πάντα σαν οδηγό την ευαισθησία της χρωματικής αρμονίας να βρουν τους απαραίτητους βαθύτερους η ανοιχτότερους τόνους που δεν θα ανέτρεπαν αυτή την ισορροπία.11
-------------------------------------------------------------------------------------------------
10. Πολλά από αυτά τα κιλίμια  ,δωρεές των Λιμνιωτών ,εκτίθενται στο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο της Λίμνης,
11.Σοφία Γεωργά ,Φυσικές Βαφές στην Ελλάδα, εργασία που είναι γραμμένη η μισή στη γραφομηχανή και η μισή χειρόγραφη και πρόκειται για μια πολύ σπουδαία και εμπεριστατωμένη μελέτη, ίσως μοναδική. Την παραχώρησε ευγενικά  για την έρευνα , η κ Διονυσία Χάρβευ-Σέρραρντ.
Έτσι χρησιμοποίησαν:
1.Φύλλα αμυγδαλιάς για κίτρινο χρώμα.
2.Τσόφλια καρυδιάς για χρυσαφί, ανεξίτηλο.
3.Λουλούδια σπάρτου για κίτρινο.
4.Καρπός φραγκοσυκιάς για ροδόχρυσο.
5.Χαμομήλι για κίτρινο.
6.Λυγαριά (την καναπίτσα) για πράσινο χρώμα.
7.Κυπαρισσόμηλα για μπεζ.
8.Φλούδα ευκαλύπτου για χρώμα σκουριάς.
9.Τσουκνίδα για πράσινο.
10.Τσόφλια κρεμμυδιού για χρυσαφί.
11.Φλούδια ροδιού για μπρούτζινο.
12.Φλοιός κουμαριάς για μπεζ.
13.Βρωμοκαριά για πράσινο .
14.Φτέρη για καφέ σκούρο.
15.Σχοίνο για μπεζ.
16.Και τέλος το γνωστό μας ριζάρι για κόκκινο ανεξίτηλο χρώμα
     Εκτός, όμως, από τα φυτικά χρώματα έχουμε και τα φυσικά, αυτά δηλαδή  που μπορούμε να πάρουμε από τις πέτρες, το χώμα, την κοπριά, από τα μούσκλια, το κοχύλι   πορφύρα και άλλες ουσίες που τις χρησιμοποιούσαν και στην αρχαιότητa.
     Τρία είδη πορφύρας, το Murex Tranculus- Murex BrandarisPurpura Haemastoma,12 υπάρχουν και σήμερα σε αφθονία στη θαλάσσια περιοχή της Λίμνης και γενικότερα στο βόρειο Ευβοϊκό κόλπο.
   Η διαδικασία της βαφής έχει χαραχτήρα ιεροτελεστικό  και απαιτεί να τηρηθούν κάποιες προϋποθέσεις  για να πετύχει.  Βαφές έχουμε δύο ειδών:
   1.Αυτή που γίνεται με κρύο νερό.
   2.Αυτή που γίνεται με βρασμό.
   Και στις δύο περιπτώσεις εφαρμόζονται απαρέγκλιτα τα παρακάτω:
 1.Τα νήματα που προορίζονται για βάψιμο πρέπει να είναι πολύ καθαρά.
   2.Πρέπει να μπαίνουν στεγνά στη βαφή, γιατί τότε απορροφούν περισσότερο χρώμα.
  3.Ολες οι βαφές χρειάζονται κάποιο πρόστιμα,13  για να γίνει η βαφή σταθερή και αναλλοίωτη.
 4Το καζάνι που θα μπουν πρέπει να είναι τσίγκινο, ποτέ από χαλκό  ή σίδερο και το νερό πρέπει να σκεπάζει καλά τα νήματα.
 5.Μετά τη βαφή σουρώνονται και κρεμιούνται στη σκιά για να στεγνώσουν
 6.Αν μάλιστα βρίσκεται κανείς κοντά στη θάλασσα (όπως η Λίμνη για παράδειγμα)  ένα πρώτο ξέβγαλμα με θαλασσινό νερό δίνει ιδιαίτερη λάμψη στο χρώμα.
12.Παρόμοια συλλογή υπάρχει στο Λαογραφικό Μουσείο της Λίμνης.
  13.
                                         

                              
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΝΗΜΑΤΟΣ
     Παλιότερα οι γυναίκες έβαζαν το μαλλί πάνω στη ρόκα, το έγνεθαν και το έστριβαν με το αδράχτι και το σφοντύλι, για να  φτιαχτεί το νήμα,  ενώ όταν τα νήματα στις αρχές του αιώνα βιομηχανοποιούνται, αγοράζουν το νήμα σε κούκλες από τον έμπορο. Στη συνέχεια βάζουν το νήμα στην ανέμη και το τυλίγουν  σε μεγάλα κουβάρια. Όταν τελειώσει αυτή η εργασία βάζουν  τα κουβάρια σε ένα μεγάλο πανέρι και πηγαίνουν για το διάσιμο.
    Το διάσιμο γίνεται πάνω σ’ ένα μακρύ τοίχο της γειτονιάς, αφού πρώτα έχουν καρφώσει πάνω σ’ αυτόν 4-8 καρφιά αντικριστά και ακανόνιστα. Πάνω σ’ αυτά τα καρφιά απλώνουν  το νήμα κατά τον εξής τρόπο: Μια γυναίκα δένει  τις άκρες των κουβαριών πάνω στα καρφιά και πηγαίνοντας πέρα - δώθε απλώνει  τα νήματα πάνω σ’ αυτά, ενώ άλλες δύο γυναίκες στέκονται κοντά στα καρφιά και τακτοποιούν  το νήμα. Όταν πρόκειται  να διάσουν ψιλό νήμα η εργασία γίνεται  κατά τον ίδιο τρόπο με τη διαφορά ότι τα νήματα αντί να είναι  κουβάρια έχουν  τυλιχτεί εκ των προτέρων πάνω σε μασούρια από καλάμια και έχουν περαστεί στο ειδικό κλουβί για  να μην μπερδεύονται. (Συνήθως η εργασία γίνεται κάτω από την επίβλεψη και καθοδήγηση μιας παλιάς υφάντρας).  Μετά το διάσιμο  παίρνουν  το νήμα που έχει  πλέον τη μορφή ενός χοντρού σχοινιού και πηγαίνουν  στις τυλίχτρες. Δένουν  τις άκρες των νημάτων πάνω στο αντί  και το τοποθετούν  πάνω στις φούρκες της τυλίχτρας που είναι  μπηγμένες βαθιά στο έδαφος η μία απέναντι από την άλλη και πάντα σε κατηφορική μεριά. 
    Σε απόσταση ενός μέτρου από το αντί περνάνε  τη τσουγκράνα , ένα είδος χτενιού με ανοίγματα ανάλογα με το πάχος των νημάτων  την οποία  μετακινεί  μία υφάντρα πίσω –εμπρός σε όλη τη διάρκεια του τυλίγματος για να ξεμπερδεύονται οι κλωστές καθώς τυλίγονται πάνω στο αντί. Άλλες δύο γυναίκες (καμιά φορά και άντρες επειδή διαθέτουν περισσότερη μυϊκή δύναμη) έχουν περάσει σίδερα στις τρύπες που υπάρχουν  στην άκρη του αντιού περιστρέφοντάς το αργά και δυνατά σαν μαγκάνι για να τυλιχτούν σφιχτά τα νήματα πάνω σ’ αυτό. Το υπόλοιπο νήμα  το έχουν  τεντωμένο προς την αντίθετη κατεύθυνση άλλες τέσσερις γυναίκες και το οποίο τραβούν με δύναμη.
    Η σθεναρή αντίσταση από τη μια μεριά των  γυναικών που τραβάνε  και η δύναμη που καταβάλλουν  από την άλλη περιστρέφοντας το αντί πάνω στις τυλίχτρες έχει  σαν αποτέλεσμα το νήμα να τυλίγεται σφιχτά και ομοιόμορφα. Η εργασία αυτή είναι  πολύ σημαντική για τη παραπέρα πορεία της ύφανσης στον αργαλειό. Όσες γυναίκες ασχολούνται πρέπει  να διαθέτουν την εμπειρία και να εργάζονται πάντα κάτω από τη στενή παρακολούθηση μιας ηλικιωμένης υφάντρας. (όπως  και στην περίπτωση του διασίματος) Τέλος πριν τοποθετηθεί το αντί πάνω στον αργαλειό περνάνε  τα νήματα από τα μιτάρια και το χτένι.
    Την εργασία την αποκαλούν παραμάτισμα.
    Αν επρόκειτο να υφάνουν κιλίμι   κατά την ύφανση του οποίου  τα διαστήματα του ξυλόχτενου είναι μεγάλα έχει καλώς, αν όμως, επρόκειτο για ουγιαστά η μετάξι, που  τα ανοίγματα του ξυλόχτενου είναι πολύ κοντά το ένα στο άλλο  η εργασία δυσκολεύει κατά πολύ και απαιτεί επιμονή και υπομονή, για να περάσουν οι κλωστές από τα ανοίγματα.
                                                   
ΑΡΓΑΛΕΙΟΣ
      Ο μοναδικός και παραδοσιακός  τύπος του αργαλειού  που χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται ακόμα  σήμερα στη Λίμνη είναι οριζόντιος με κλειδιά. Στις δύο μπροστινές κολώνες του στηρίζεται το αντί και στο πίσω μέρος στηρίζεται το κάθισμα της υφάντρας.
Πάνω από το κεφάλι της υφάντρας, στις δύο οριζόντιες κολώνες και λίγο μπροστά υπάρχουν 4-5 θέσεις  από τις οποίες κρέμεται και ρυθμίζεται από την υφάντρα το ξυλόχτενο από το ίδιο σημείο  επίσης κρέμονται και ρυθμίζονται  τα μιτάρια.
    Ο αργαλειός  τέλος πρέπει να είναι  καλά αλφαδιασμένος και καλά στερεωμένος, ώστε να μην μετακινείται από τα δυνατά χτυπήματα του ξυλόχτενου.
                      
ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ  ΤΩΝ ΚΙΛΙΜΙΩΝ
     Οι νοικοκυρές αρχίζουν να στρώνουν τα κιλίμια από τη γιορτή της Αγίας Αικατερίνης (25 Νοεμβρίου) και πρέπει να έχουν τελειώσει μέχρι τη γιορτή του Αγίου Ανδρέα (30 Νοεμβρίου),που αρχίζει να αντριεύει (δυναμώνει) ο καιρός, μπαίνει δηλαδή για τα καλά ο χειμώνας.
Σε όλη τη διάρκεια του χειμώνα τα σκουπίζουν καθημερινά με την ψάθινη σκούπα και δύο τρις φορές τα σηκώνουν, τα κρεμάνε στην αυλή και τα τινάζουν με τα τιναχτήρια.
Oταν είναι η ώρα  να τα σηκώσουν  και να τα βολέψουν στα σεντούκια την άνοιξη αφού τα τινάξουν καλά,  τα περνάνε δύο τρία χέρια με πανί βουτηγμένο στο ξύδι,το οποίο  έχει την ιδιότητα εκτός από το να καθαρίζει τις σκόνες και τις βρωμιές να σφίγγει το νήμα και να μην  χαλαρώνει την   ύφανση.
Στη συνέχεια τα διπλώνουν όμορφα και βάζουν ανάμεσα σαμπούκο και άγρια λεβάντα, για να  μοσχοβολάνε και να διώχνουν το σκόρο.

ΤΙ   ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΗ ΛΙΜΝΗ
      Η πατροπαράδοτη γνώση της ύφανσης και του αργαλειού, που διατηρήθηκε ανόθευτη από γενιά σε γενιά καθιέρωσε στη Λίμνη  την λεγόμενη  «Υφαντική Σχολή Κιλιμιού.»
   Την διατήρηση αυτής της άτυπης σχολής για τόσα χρόνια την οφείλουμε στις υπέροχες αυτές υφάντρες,14 οι οποίες με πάρα πολύ μεράκι  και υπερβολική αγάπη για τον τόπο τους πέρασαν τις γνώσεις και τις εμπειρίες τους στις επόμενες γενιές, μέχρι και σήμερα.
 -------------------------------------------------------------------------------------
14.Πληροφορίες γενικά για την υφαντική τέχνη στη Λίμνη μου έδωσαν οι αείμνηστες παλιές υφάντρες Ανθούλα Αποστόλου, Βαγγελιώ Γεωργίου, Βαγγελιώ Γκίκα και Ευγενία  Καστάνη, η οποία μου είπε και το τραγούδι του αργαλειού. Άλλες πληροφορίες μου έδωσαν οι υφάντρες Λούλα Μαναρίτσα, Γιώτα Βαφειάδη, και Αικατερίνη Μαυρομάτη που βρίσκονται σήμερα στη ζωή, αλλά και η προϊστάμενη του «Χειροναχτικού Συνεταιρισμού Γυναικών Λίμνης» τμηματάρχισσα  του ΕΟΜΕΧ  κ. Λίτσα Μουτζούρη.
   
Η Λίμνη που ανήκει στον τομέα της αδούλωτης επαρχίας, της παμπάλαιας προγονικής φύτρας του χωριού, που κράτησε ανόθευτη την Ελληνική Παράδοση  και  το Λαϊκό μας Πολιτισμό, συνεχίζει και σήμερα να ακτινοβολεί. Παρά τη βιομηχανοποίηση των υφαντών σε όλους τους τομείς, η Λίμνη αντιστέκεται και κρατά τη δική της παράδοση.
   Σε όλη αυτή την προσπάθεια πρωτοπορεί  η υπηρεσία υφαντικής πλεχτικής, ο  γνωστός στο πανελλήνιο πλέον  «Υφαντουργικός Συνεταιρισμός Γυναικών Λίμνης15 υφαίνοντας τα παλιά Λιμνιώτικα σχέδια, με την αρωγή του Δήμου Ελυμνίων και των πολιτών, προσφέροντας τα μέγιστα στη Λίμνη, στην Εύβοια και  στην Ελλάδα.
--------------------------------------------------------------------------------------------------
15.Ο συνεταιρισμός λειτουργεί από το 1988 και δημιουργεί με μεράκι 100% χειροποίητα προϊόντα. Στεγάζεται σε δημοτικό κτίριο που έχει παραχωρηθεί για αυτό το σκοπό, στη δυτική μεριά της Λίμνης, στη θέση «Κούκος».


ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΑΡΓΑΛΕΙΟΥ



Ανέμη: Εργαλείο πάνω στο οποίο βάζουν τις κούκλες με το  νήμα και το τυλίγουν σε κουβάρια
Απολυταριά: Σίδερο ή άγριο ξύλο που περνάει μέσα από την τρύπα στο πισαντί και κρατάει κόντρα ακουμπώντας στο έδαφος..

Γυριστάρι: Εργαλείο με το οποίο η υφάντρα γυρίζει το πισαντί και τεντώνει το στημόνι .


Διάσιμο: Εργασία  με την οποία δημιουργείται το στημόνι προτού πάει στις τυλίχτρες.


Κλουβί: Σ’ αυτό περνάνε τα καλάμια με τα ψιλά  νήματα .




Κομποδέτης: Εργαλείο με το οποίο  κομποδένονται   τα νήματα στην αρχή της ύφανσης πρίν αρχίσουν να τυλίγονται πάνω στο πισαντί.

Κούκλα: Ποσότητα νήματος όπως το πουλούσε ο έμπορος.




Κρούνες: Οι φούρκες που βρίσκονται στις δύο άκρες του αργαλειού και πάνω τους τοποθετούνται το προσαντί και το πισαντί. Το όνομά τους οφείλεται στο γεγονός ότι είναι γαμψές και γυριστές, όπως οι μύτες των «κουρουνών», των θηλυκών κορακιών.

Μαγγάνι: Εργαλείο με το οποίο η υφάντρα τυλίγει πάνω σε καλάμια ψιλά νήματα.


Μιτάρια: Χοντρές κλωστές τοποθετημένες πολύ κοντά η μία στη άλλη ανάμεσα στις οποίες περνάνε οι κλώνοι από το στημόνι και βρίσκονται μπροστά από το ξυλόχτενο.

Ξυλόχτενο: Εργαλείο από το οποίο περνάνε οι κλώνοι του στημονιού πριν καταλήξουν στο προσαντί. Αφού περάσει η υφάντρα τη σαΐτα με τα νήματα το χτυπάει δυνατά για να σφίξει  η ύφανση.

Ουγιαστό: Είδος ύφανσης.







Παραμάτισμα:Η εργασία περάσματος των νημάτων του υφαδιού από τα μιτάρια.


Πατήθρες: Ξύλα μακρόστενα κάτω από τον αργαλειό και πάνω τους ακουμπάνε τα πόδια της υφάντρας . Μ’  αυτά ανεβοκατεβάζει τα μιτάρια ανάλογα με το  σχέδιο.

Πήχης:  Εργαλείο με το οποίο η υφάντρα μετρά  το μήκος του κιλιμιού.




Πικεδένιο: Είδος ύφανσης.







Πισαντί:  Το ξύλο που βρίσκεται στο πίσω μέρος του αργαλειού και πάνω σ’ αυτό είναι τυλιγμένα τα νήματα (Στημόνι)

Προσαντί: Είναι το ξύλο που βρίσκεται ακριβώς μπροστά από την υφάντρα και πάνω σ’ αυτό τυλίγεται αργά το τελειωμένο κιλίμι.

Σαϊτα: Εργαλείο μέσα στο οποίο  τοποθετείται το χρωματισμένο νήμα  το οποίο αφού η υφάντρα  περάσει μέσα από τα  νήματα του στημονιού  δημιουργεί το σχέδιο.

Στιμόνι:Το νήμα που προορίζεται για ύφανση και είναι τυλιγμένο πάνω στο πισαντί.


Τσικλίδια:Τα περισσεύματα των νημάτων , που τα τυλίγουν σε μικρά ματσάκια.


Τσουγκράνα: Εργαλείο της υφάντρας που το χρησιμοποιεί για να ξεμπερδεύονται οι κλωστές κατά τη διάρκεια τυλίγματος του νήματος πάνω στο πισαντί.

Τυλίχτρες: Ξύλινες φούρκες μπηγμένες στο έδαφος πάνω στις οποίες τοποθετείται το πισαντί για να τυλιχτεί το υφάδι (στημόνι).


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ   ΓΕΝΙΚΗ    ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Γεωργά  Σοφία , Οι Φυτικές βαφές στην Ελλάδα.

2. Ζώρα  Πόπη ,Ελληνική Λαϊκή Τέχνη ,Λ. Μπαρζιώτης, 1980.

3. Παπαγεωργίου  Ασπασία, Ενδυμασία Κατοικία ,1982.

4. Παπαλιόλιου Ιωάννα  ,Οι βαφές.

5. Σταμέλλος Δημήτρης , Νεοελληνική Λαϊκή Τέχνη , εκδόσεις Αλκαίος, 1975.

6.Τζαχίλη  Ιρις , Υφαντική και Υφάντρες στο Προϊστορικό  Αιγαίο , 2000-1000 π.χ Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης ,1997.

7. Αγγελική  Χατζημηχάλη, Η Λαϊκή Τέχνη, τόμος Ζ Αρχείου Ευβοϊκών Μελετών.

8. Πολλές πληροφορίες επίσης έχουν προέλθει από τις νυνεντεύξεις που πήρα από τις παλιές υφάντρες της Λίμνης.


Από τα 186 αυθεντικά σχέδια Λιμνιώτικων κιλιμιών και των παραλλαγών τους δημοσιεύονται ενδεικτικά τα παρακάτω σχέδια.